- αἰψηροκέλευθος
- αἰψηρο-κέλευθος, schnell wandelnd, Boreas
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αιψηροκέλευθος — αἰψηροκέλευθος, ον (Α) αυτός που κινείται βίαια, γρήγορα, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰψηρὸς + κέλευθος] … Dictionary of Greek
αἰψηροκέλευθος — swift speeding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰψηροκέλευθον — αἰψηροκέλευθος swift speeding masc/fem acc sg αἰψηροκέλευθος swift speeding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιψηρός — αἰψηρός, ά, όν (Α) 1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός 2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα. ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος] … Dictionary of Greek
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek